Sunday, October 28, 2007

Η Βύθιση



Σε κάθε κίνησή της η Rose εισχωρεί όλο και πιο βαθειά στο υπόγειο, βαδίζει σταδιακά σε όλο και πιο σκοτεινά μονοπάτια, μέχρι που φτάνει στο ερεβώδες νερό. Ακριβώς μπροστά στα πόδια της το νερό βγαίνει από τα ερέβη. Ακόμη όμως και σε αυτή την τρομακτική εικόνα η κοπέλα δεν σταματάει, η υπνοβατική της πορεία βρίσκει τρόπους να συνεχιστεί. Καθώς προσπαθεί να δει τι μπορεί να κρύβει η μυστηριώδης τρύπα, πέφτουν μέσα τα κλειδιά της. Αυτομάτως μετατρέπεται η μέχρι τώρα περιέργειά της σε ανάγκη, απ’ τη στιγμή που χρειάζεται τα κλειδιά της. Πρώτη κίνηση για να ξεπεράσει το εμπόδιο να ρίξει φως στο σκοτάδι, βρίσκεται όμως σε ένα κόσμο που δεν αρκεί. «Σε μια εποχή που περνάει ηλεκτρισμό στο υπόγειο, δεν κατεβαίνουμε στα καταγώγια με το κερί στο χέρι, δοκιμάζουμε να εκπολιτίσουμε το υπόγειο, όμως το ασυνείδητο δεν εκπολιτίζεται.» Όταν κινείσαι στο υπόγειο ξέρεις ότι οι τοίχοι έχουν μία μόνο πλευρά και έχουν από πίσω τους όλη τη γη. Το δράμα με αυτό τον τρόπο γίνεται μεγαλύτερο και ο φόβος υπερβολικός.





Αρχικά η κοπέλα βάζει το χέρι της μέσα στο νερό για να πιάσει τα κλειδιά. Λίγο πριν ο σκηνοθέτης παρεμβάλει ένα πλάνο που πλησιάζει στην καταπακτή του υπογείου, τονίζοντας την ύπαρξη ενός «άλλου» που πλησιάζει. Όταν η κοπέλα βάζει το χέρι της μέσα στο νερό, αυτομάτως η κάμερα αλλάζει θέση και εισχωρεί στο πλημμυρισμένο δωμάτιο. Αδυνατώντας να φτάσει στα κλειδιά της, η Rose επιχειρεί μία παράλογη κατάδυση στο δωμάτιο, με μία σημαντική αλλαγή που προκαλεί ανησυχία, η μπάντα της μουσικής διακόπτεται και ο μόνος ήχος που υπάρχει είναι το νερό, η εικόνα πλέον μιλάει μόνη της. Ενώ θα περίμενε κανείς οι κινήσεις της να είναι γρήγορες και βιαστικές, εκείνη δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη νέα πτυχή του χώρου που μόλις ξεδιπλώθηκε. Η κάμερα του Argento με τη σειρά της εξερευνά το δωμάτιο, διασπώντας το σε όλα του τα τμήματα. Με τον τρόπο που επιλέγει να παρουσιάσει το χώρο, αυτομάτως όλα του τα στοιχεία γίνονται εν δυνάμει σημεία. Κάθε λεπτομέρεια μπορεί να κρύβει κάτι από πίσω, ενώ δεν αποκαθίσταται η ολότητα του χώρου. Το δωμάτιο μπορεί να επεκτείνεται επ’ άπειρον, σχεδόν να μην υπάρχουν τοίχοι.

Το κτίσμα με τις κοσμικές ρίζες που περιγράφει ο Bachelard, κάνει αισθητή την παρουσία του, όχι χάρη στα κείμενα του Varelli αλλά στο decoupage που οργανώνει ο σκηνοθέτης. Με αυτό τον τρόπο κάνει αντιληπτό το χώρο αλλά όχι τα όριά του. Η εμφάνιση του πίνακα με το όνομα της Mater Tenebrarum επιβεβαιώνει τη σνέχεια της αναζήτησης και ανανεώνει το ενδιαφέρον ως προς το κέντρο. Η περιήγηση του βλέμματος της κοπέλας και η ηρεμία των κινήσεών της κάνουν τα κλειδιά να βυθιστούν ακόμη περισσότερο και εκείνη τη στιγμή θα έρθει η πρώτη διαταραχή της υπνοβατικής της πορείας καθώς δεν έχει άλλη ανάσα.

Στη δεύτερη κατάδυση της κοπέλας η κάμερα πάλι περιηγείται στο χώρο για να επιμείνει όμως σε μία πόρτα, που ανοιγοκλείνει διαρκώς, με έναν αυξανόμενο ρυθμό. Η επαφή με το έξω γίνεται εμφανής, ποιο μπορεί όμως να είναι το έξω στους τοίχους του υπογείου; Η κοπέλα πιάνει τα κλειδιά της, και ένα gros-plan επικεντρώνει την προσοχή μας στα χέρια της. Πιάνει τα κλειδιά της και ετοιμάζεται για την ανάδυσή της. Ανοίγοντας το πλάνο του βλέπουμε την κοπέλα να πέφτει επάνω σε ένα αιωρούμενο νεκρό σώμα. Η πόρτα άνοιξε, το δωμάτιο πλέον δεν προστατεύεται. Η διεργασία του ονείρου έχει καταστραφεί πλήρως. Το ξύπνημα είναι απαραίτητο. Η εικόνα αποκτά έναν εξωτερικό ήχο μία μονότονη μουσική. Πρόκειται για το ξυπνητήρι; Η πορεία της Rose στο όνειρο διακόπτεται.

Εμπόδιο - πέρασμα: ο διαρκώς ανασυντιθέμενος χώρος

Όταν ο Marc φτάνει στο διαμέρισμα γίνεται μάρτυρας ενός διπλού φόνου. Η αποκάλυψη της δολοφονημένης κοπέλας μέσα από ένα πανί που αρχικά μοιάζει με τοίχο έρχεται να τονίσει ότι το σπίτι πλέον και ο χώρος δεν προστατεύουν τον ονειροπόλο. Οι ήρωές του λειτουργούν υπνοβατικά και ο χώρος δε μπορεί να είναι σταθερός, μεταβάλλεται διαρκώς και δημιουργείται κάθε φορά που ανοίγει μία πόρτα, ένα παράθυρο, μία τρύπα στο πάτωμα.



Τα μυστικά της απεικόνισης

«Το Τρίτο Κλειδί βρίσκεται κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου»

Στο κτήριο υπάρχει ένα μυστικό που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι η φράση δεν έχει να κάνει με την επιφάνεια, αλλά με ένα ακόμη βάθος, κάτι που γίνεται αντιληπτό μόνο όταν κοιτάει ένα σχέδιο της όψης του κτηρίου. Μόνο εκείνη τη στιγμή κατορθώνει να έχει εικόνα του χώρου, σαν τον υπνοβάτη που κινείται δεν έχει συνείδηση του περιβάλλοντος, είναι έξω από αυτό. Την ίδια στιγμή κάποια μυρμήγκια που βγαίνουν από κάποιες σχισμές των ξύλων τραβούν την προσοχή του.

«Αν επρόκειτο να είμαστε εμείς οι αρχιτέκτονες του ονειρικού σπιτιού θα διστάζαμε ανάμεσα στο σπίτι με τα τρία ή τα τέσσερα μέρη. Το πρώτο, το απλούστερο, έχει ένα υπόγειο, ένα ισόγειο, ένα υπερόων. Το σπίτι με τα τέσσερα μέρη προσθέτει ένα πάτωμα ανάμεσα σε ισόγειο και υπερώο. Ένα παραπάνω πάτωμα, ένα δεύτερο πάτωμα, και τα όνειρα συγχέονται»





Ο Marc θα ανακαλύψει ξαφνικά το τελευταίο μυστικό του κτηρίου. Την ύπαρξη ενός επιπλέον πατώματος ανάμεσα στους ορόφους. Ακόμη ένα μέρος στο ήδη πολυεπίπεδο κτίσμα του Varelli. Αυτομάτως ξεκινάει μία διαδρομή σαν αυτή της αδερφής του, σπάζοντας το πάτωμα στην προσπάθεια να εξερευνήσει το νέο βάθος που μόλις του αποκαλύφθηκε.

Αόρατο - ορατό: η αποκάλυψη-απογοήτευση


Στη συνάντηση με το κακό είναι που ο Argento έρχεται να κοροϊδέψει το θεατή και τον τρομαγμένο από το υπόγειο Bachelard. Όταν επιτέλους ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του, όταν τους δίνει εικόνα, τότε είναι που χάνουν τη δύναμή τους επάνω του. Η εικόνα της Mater Tenebrarum δεν είναι επικίνδυνη, το όνομά της είναι που της δίνει εξουσία στα όνειρα. Σε αυτό το σημείο ο σκηνοθέτης επιλέγει να παίξει ακόμη περισσότερο με τη λαϊκή κουλτούρα. Παίζοντας με τους άπειρους καθρέφτες του δωματίου και τις αντανακλάσεις, δημιουργεί για μία τελευταία φορά μία απανταχού παρουσία της μάγισσας. Όταν όμως οι καθρέφτες θρυμματίζονται, ένα απλό cut μεταμορφώνει τη γυναίκα σε μία από τις πιο απλοϊκές και μπανάλ μορφές που έχει ο θάνατος. Ένας σκελετός με ένα μαύρο μανδύα. Τελικά αυτή ήταν η Mater Tenebrarum η πιο μοχθηρή από τις τρεις; Η φιγούρα της ξαφνικά μοιάζει με τις αναπαραστάσεις των μαγισσών στο λαϊκό θέατρο του μεσαίωνα, μια εντύπωση στην οποία προστίθεται και το ξύλινο και εντελώς ψεύτικο γέλιο της.

Γιατί την τελευταία στιγμή ο σκηνοθέτης επιλέγει να παρουσιάσει μία τόσο μονοδιάστατη εικόνα του θανάτου. Σύμφωνα με έναν από τους μελετητές του, το Jodey Castricano[1], είναι η στιγμή που ο σκηνοθέτης ανοίγει τα χαρτιά του. Δείχνει τις ρίζες του έργου του στα μεσαιωνικά θεατρικά έργα και την αγάπη του για τα τρικ με τους καθρέφτες και τον καπνό. Τονίζει το παιχνίδι με το φως και τη σκιά που αποτελούν συστατικό των ταινιών του, η ίδια η Mater Tenebrarum, θα φωνάξει λίγο πριν το τέλος «Δεν είμαι μάγος». Μια φράση που έρχεται να ακυρώσει τη φύση της.

Οι δύο κεντρικές προσωπικότητες του έργου, που αποτελούν την έναρξη και το κέντρο της αναζήτησης (ο Varelli με το «βιβλίο της γνώσης» και η mater Tenebrarum, αντίστοιχα) μοιάζουν τόσο πολύ με την ανακάλυψη της Dorothy στο Μάγο του Οζ, όπου ο μεγάλος μάγος είναι ένα κοντό άνθρωπο που χρησιμοποιεί, μία οθόνη και την τεχνολογία για να δημιουργήσει τις επιθυμητές εντυπώσεις. Με αυτή την επιλογή του ο Argento αφαιρεί πλήρως αυτό το κέντρο. Η πορεία των ηρώων του στο όνειρο, η υπνοβασία του;, φτάνει στο τέλος. Αντίθετα με τους ονειροπόλους τους Bachelard συνέχισαν να σκάβουν και να αναζητούν το νέο βάθος, αναζητώντας την πηγή του κακού. Όταν πλέον φτάνουν εκεί απλά συνειδητοποιούν, αυτό που μοιάζει πλέον τόσο οικείο: οι φόβοι υπάρχουν όσο δεν έχουν εικόνα, η εικόνα απλά τους σβήνει για πάντα. Η τελευταία σκηνή, με το σπίτι να βουλιάζει στις φλόγες, αντικατοπτρίζει την πρώτη σκηνή της κοπέλας μέσα στο πλημμυρισμένο δωμάτιο, και ο Marc βρίσκεται έξω να παρατηρεί την όψη του κτηρίου.



[1]Castricano Jodey For The Love Of Smoke And Mirrors http://www.kinoeye.org/02/11/castricano11.php